- αντικρίνω
- ἀντικρίνω (Α)1. κρίνω με τη σειρά μου αυτόν που με κρίνει2. παραβάλλω, συγκρίνω3. οδηγώ τον εαυτό μου σε αναμέτρηση με κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντικρίνω — ἀντικρί̱νω , ἀντί κρίνω separate aor subj act 1st sg ἀντικρί̱νω , ἀντί κρίνω separate pres subj act 1st sg ἀντικρί̱νω , ἀντί κρίνω separate pres ind act 1st sg ἀντικρί̱νω , ἀντί κρίνω separate aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρίνω — (AM κρίνω, Μ και κρινίσκω) 1. νομίζω, θεωρώ, φρονώ (α. «έκρινε ότι δεν έχουμε δίκιο» β. «κρίνω σε νικᾱν», Αισχύλ.) 2. σχηματίζω γνώμη (α. «μην κρίνεις τους ανθρώπους από την εμφάνιση» β. «εξ ιδίων κρίνει τα αλλότρια» γ. «ἄκουσον και κρῑνον»,… … Dictionary of Greek